Η γαλλική ως η κυρίαρχη γλώσσα θεμελιώνει καριέρες μέσα στον Οθωμανικό κόσμο και οι Γάλλοι συγγραφείς αποδίδονται στη νέα ελληνική, ενώ θεατρικά έργα αποτελούν τον προάγγελο της Αναγέννησης του Έθνους επί σκηνής, στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.
Περί τα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 10ου ενάτου αιώνα, κυρίως τρεις γλώσσες η ιταλική, η ελληνική και η γαλλική γλώσσα ήτανε αυτές που κυριαρχούσανε στα Βαλκάνια σε εμπορικούς τομείς, όπως η ναυτιλία, στην εξωτερική πολιτική και στη θρησκευτική ζωή του Rum Millet, με προεξάρχουσα τη γαλλική γλώσσα.
Στην ανάδυση του Νέου Ελληνισμού στο κατώφλι της Ανεξαρτησίας μας σε έθνος-κράτος, η κυρίαρχη ευρωπαϊκή συνθήκη ήτανε η γαλλική γλώσσα. H διεθνής ναυτιλία χρησιμοποιούσε σαφώς την ιταλική γλώσσα λόγω της βενετικής θαλασσοκρατορίας πριν. Αντιθέτως, η ελληνική γλώσσα ήτανε κυρίαρχη μόνον στους Ορθόδοξους κατοίκους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην εξωτερική πολιτική, τέλος, οι Διπλωμάτες χρησιμοποιούνε τη γαλλική γλώσσα σχεδόν αποκλειστικά μετά από τη Συνθήκη της Ραστάτης, στις αρχές του δεκάτου ογδόου αιώνα.
Η Συνθήκη της Ραστάτης είναι μία εκ των τριών συνθηκών (Ουτρέχτης, Ραστάτης, Μπάντεν), που αφενός έθεσε τέλος στον πόλεμο της Ισπανικής διαδοχής κι αφετέρου σηματοδότησε αλλαγές στην ισορροπία των επικεφαλής δυνάμεων στην Ευρώπη. Ο πόλεμος για την ισπανική διαδοχή (1701-1714) τελειώνει με την υπογραφή τριών συνθηκών ειρήνης: η πρώτη Συνθήκη γίνεται στην Ουτρέχτη και είναι γραμμένη σε αγγλική, ισπανική και λατινική γλώσσα (Traité de Utrecht, 11 Απριλίου 1713), η δεύτερη Συνθήκη γίνεται στη Ραστάτη και είναι γραμμένη μόνο στη γαλλική γλώσσα (Traité de Rastatt, 6 Μαρτίου 1714) και η τρίτη Συνθήκη γίνεται τελικώς στο Μπάντεν και είναι επίσης γραμμένη μόνο σε γλώσσα γαλλική (Traité de Baden, 7 Σεπτεμβρίου 1714).
Παράλληλα, η γαλλική γλώσσα ραγδαία εξαπλώθηκε και εντός της Οθωμανικής κυριαρχίας, ενώ αυξήθηκε η ζήτηση για την εκμάθηση της γλώσσας των Γάλλων Φιλελλήνων. Η γαλλική έγινε το απόλυτο μέσον στον ανελισσόμενο κοινωνικό ιστό για τους Φαναριώτες, οι οποίοι όλο το δέκατο έβδομο αιώνα και κυρίως με τη Συνθήκη του Karlowitz από το 1699, όπως επισημαίνει ο Κ. Θ. Δημαράς στο σημαντικό βιβλίο του για το Νεοελληνικό Διαφωτισμό, οι Φαναριώτες αναδύονται σε σημαντική δύναμη κατά το 18ο αιώνα.
Οι Φαναριώτες αντιμετωπίζουν έκτοτε την εκμάθηση της γαλλικής ως όχημα επαγγελματικής και κοινωνικής ανέλιξης μέσα στο διοικητικό ιστό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από τις τάξεις των Φαναριωτών θα έχουμε αργότερα τις πρώτες μεταφράσεις Γάλλων δραματουργών, όπως για το Βολταίρο και φυσικά το Ρακίνα, στην ελληνική απλή και καθαρεύουσα γλώσσα, θεατρικά έργα ως τον προάγγελο της Αναγέννησης του Έθνους επί σκηνής στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.